Ανθολόγιο Στίχων

Σπουδή στο Ανθρώπινο Συναίσθημα

Φαύλος Κύκλος

Δεν είχε ιδέα, τι πρέπει να πεί
Δεν είχε μυαλό για να σκεφτεί
Τον βρήκε η νύχτα, στα Εξάρχεια στουπί
Και αιτία για όλα, ήταν αυτή

Γυρνάμε ξανά, πίσω χρόνια πολλά
που μαθαίναν τον κόσμο παιδιά.
Γέλια, χαρές, και αναμνήσεις κρυφές,
μιας ζωής που ανήκει στο χθές
Μα η αλήθεια επίμονα κρατά, δεν αφήνει
το μυαλό που η λήθη παρασέρνει σε δίνη

Βρήκε ξάφνου αγάπη, στα μάτια αυτά
όμως τα' χασε όλα, λέγοντας καθαρά
"Σε κοιτώ και ένα ρίγος την καρδιά διαπερνά"
μα εκείνη διστάζει και την πλάτη γυρνά

"Και όταν θα ρθείς, στη νυχτιά να με βρείς,
θα σου δώσω και σένα να πιείς
Και όταν θα ρθείς, μες στα βάθη της Γης
θα με βρείς να θρνηώ καταγής".

Σαν στοιχειό ακολουθάει, το ίσκιο της κηνυγάει
Τη βλέπει πίσω από δέντρα, τοίχους
ακούει το γέλιο της μες στης πλατείας τους ήχους
Τη μια κοντά του γυρνάει
Την άλλη φεύγει και κείνος σε κλάμα ξεσπάει
Θαρρεί πως του έρωτα το γρίφο θα λύσει,
μα ο Φαύλος Κύκλος άνοιξε ποτέ δεν θα κλείσει...


Τσιμεντούπολη

Γιλέκο τζίν φοράς, σε βρήκε η νύχτα να γυρνάς
σε δρόμους αδειανούς, μαζί πλανιότανε και ο νους
Σε' χουν θολώσει επιγραφές, νέον ταμπέλες λαμπερές
Πως έχει αλλάξει η γειτονιά, του Γερο-Τζιμ η παμπ δεν υπάρχει πια...

Στη θέση τους κτήρια-κελιά, που κρύβουν μέσα μηχανές
καμιόνια απο ' κει ξεφυσούν μια παγωνιά, που μας ναρκώνει τις ψυχές
Και απ' τις παρέες τις παλιές, μείναν μονάχα ζωγραφιές
σε κάτι τοίχους σαν και σένα ξεχασμένους, να μας θυμίζουνε το χθες.

Τα ματια σου πέφτουν βαριά, σε ένα φαστ-φούντ κει στη γωνιά
και δεν διακρίνεις τι είναι πλαστικό, οι ανθρώποι ή το φαγητό
Με δάκρυα αναπολείς, καποιον γνωστό που'χε ρουχάδικο εκεί
σου είχε φέρει από μια χώρα μαγική, το τζίν γιλέκο που φορείς...

Σου 'ρχεται να ουρλιάξεις από απόγνωση,
η τσιμεντούπολη σε θάβει ζωντανό
"δεν είναι αυτός ο τόπος που μεγάλωσα" ,
λεει η φωνή σου, πνιχτή από ένα λυγμό
Τρέχεις, το μέτωπό σου ιδρώτας έχει λούσει,
κοιτάζει η πόλη με ένα βλέμμα απλανές,
δεν είναι κει κανείς να σε ακούσει,
δεν έχουνε αυτιά οι μηχανές...


Αντίστροφη Αντανάκλαση

Πόνος καρδιάς, φτάνει με μιάς, σαν του θανάτου είδηση
και του μυαλού, οι μηχανές, πρέπει να μπουν σε κίνηση
μα ξαφνικά, σπαει σα γυαλί, του δωματίου η σιωπή
θύελλα ηχε'ι, άγρια βροχή, σαν αστραπή που χτυπάει τη γή

Μα, ήρθε η στιγμή, το χρόνο μας να σχεδιάσουμε απ' την αρχή

Ο χρόνος περνά, σα χάρος κοιτά, και ειρωνικά χαμογελά
τώρα το μυαλό, σάπιο νεκρό, και άκαμπτο απ' την παγωνιά
αδυνατεί, πια να σκεφτεί, και χάνεται μες στη λησμονιά
οι ώρες περνούν, ποτέ δεν αρκούν, και οι δείκτες μετρουν απειλητικά

Μα, στα ξαφνικά, η ψυχή ανυψώνεται, ελεύθερη απ'τα δεσμά
 Αύριο, θα 'ν ' πια αργα, γιατι ο χρόνος  τελειώνει σα ζωή ξαφνικά
Σκέψου με μάτια κλειστά, πως είν' όνειρο, αγέρας και φεύγει μακριά...

Και έτσι αφήνεσαι ήρεμος, στης ψηχής τη γαλήνη
Σαν αστέρι που χάνεται, σαν αγάπη που σβήνει
σε παρασερνουν σαν κύματα, οι γλυκές μελωδίες,
που με τρόπο απόκοσμο διηγουνται ιστορίες...


Τεχνίτες & Μάγοι

"Κάποιος φίλος το είπε. πως κόσμος χωρίζει
πως αλλάζει η σκέψη, που ο καθένας ορίζει,
χωριζόμαστε φίλε, σε τεχνίτες και μάγοι
μα οι πρώτοι βαδίζουν στης ψυχής το σκοτάδι"

"Μια ιδέα πλανιέται, στου μυαλού τα δωμάτια
για μια Γη ενωμένη, όχι σκόρπια κομμάτια
δικαιοσύνη, αξίες να διέπουν την πλάση
καιρός αδερφέ μου να κάνουμε το όνειρο πράξη"

Όλοι μας, ταξιδιώτες είμαστε στον αγριο κόσμο αυτό, τη ζωή
και όλοι μας, βρισκουμε πάντα καποιο τρόπο να διχάζουμε, στην ψυχή
όλοι μας, βρίσκουμε πάντα κάποιο τρόπο να διχάζουμε,
μας χωρίζουνε τοιχοι χάρτινοι, μα μοιάζουμε,
στον καθρέφτη το είδωλό μας πια κοιτάζουμε, δεν χαμπαριάζουμε

"Με οδηγό τις καρδιές μας, και πυξίδα τα αστέρια,
με το νου αγκαλιασμένο, μες στης νύχτας τα χέρια
χτίζουμε νέους κόσμους, και όμορφες πολιτείες,
σαν και αυτές που ακούμε, στις παλιές ιστορίες "

"Και αν στη μάχη ριχτούμε, για να αλλάξει η μοίρα,
και αν μονάχοι βρεθούμε, δίχως βοήθειας χείρα,
πάντα θα βγάζουμε μια φωνή δυνατά,
γιατι ήρθε η ώρα να γίνουμε μία γροθιά"


Χαρά Γεμάτη Πίκρα

Γυρίζω πίσω, μα ο νους μου πάλι εκεί
Φυλακισμένος σε μια σκέψη μαγική
Αλλη μια νύχτα καθρεπτίζει την ψυχή μου
Αλλη μια νύχτα σημαδεύει τη ζωή μου

Ετρεχα να κρυφτώ από εσένα διαρκώς
μα η οπτασία σου μπροστά μου συνεχώς
κάποιος μου είπε να σε ψάξω μια φορά
παιχνίδι άγνωστο μου έπαιξε η καρδιά

Κι όμως, μια ανάμνησή σου μόνο μου χει μείνει
Κι όμως, χαρά γεμάτη πίκρα μου αφήνει

Κατάφερες να βγείς απ τη ζωή μου,
και αντίκρισα κάτι που δε γνωρίζω
παραδόθηκα λοιπόν στα ονειρά μου
και με στίχους το χαρτί αυτό γεμίζω

Τα μάτια σου μου θύμιζαν τη γλύκα,
του πρωινού που θα σ'αντίκριζα ξανά
μα τώρα μέσα μου την ευτυχία βρήκα
νιωθω χαρά λοιπόν, χαρά γεμάτη πίκρα


Ακάνθινη

Φωνές, κραυγές, λυγμοι αντιχούν στον αέρα,
τα μάτια μου σβήνω και μπρος μοναχά το κενό
μια θάλασσα να μας πάρει μακριά, σε ονείρων πελάγη,
μια θάλασσα να μας πάρει μακριά...

Πια δεν μπορώ, νιώθω πως πνίγομαι
Στα αστέρια αφήνωμαι και προχωρώ
Ωκεανοί, μπροστά μου απλώνονται
λάβαρα υψώνονται ψηλά, στα ουράνια

Είσαι και εσύ, ένα άνθος από αυτά που δεν αγγίζονται
φοράς, ακάνθινη στολή, το άρωμά σου είναι αυτό, όμως, που μαγεύει την ψυχή
Γι ' αυτό και εγώ, σ' αγκαλιάζω από πάθος τυφλωμένος,
Κάνω το αίμα μου νερό και σε ποτίζω
Και αγνωστο με σε ταξίδι ξεκινώ
----

Μόλις βρήκες εαυτέ μου το μεγάλο σου μυστήριο
Τι κρύβεται αραγε πίσω απ' τα βλέμματα και από τα λόγια
Πως  μπορεί ένα νεύμα ζεστασιάς ξάφνου να σε παγώσει?
Τίποτε να μη σημαίνει η θερμη αυτή που είχες νοιώσει...

Πως μπορεί μια ευχή για σένα να γενεί κατάρα?
Πως από μια ομορφη σκέψη να γεννιέται πυρκαγιά?
Πως μπορεί δεκα φορές να αλλάξει ο κόσμος σε μια μέρα?
Τι πιοτό κερνά ο νούς μας, και ύπουλα μας μεθά...
----

Και βραδιάζει ξανά, για μια ακόμη φορά,
Αναδύεσαι μπροστά μου, ω Ακάθινη Θεά,
Και αψηφώντας τις πληγές μου σ' αγκαλιάζω σφιχτά,

και βουτώ στα τυφλά...


Γαία Πυρί Μειχθήτω

Το Άθυρμα

Πισω σπίτι ξανά, άλλη μια όμορφη μέρα
και όλα μου τα όνειρα έχουν πάρει μορφη
Έχω αμάξι, λεφτα, ζηλευτή καριέρα,
το ρολόι ππου φορώ είναι ατόφιο χρυσο

Στον ελεύθερο χρόνο μου, διαβάζω εφημερίδα
και μαθαίνω στον κόσμο όλα πανε καλά
πλούσια ζω στο ψυχρό μου ανάκτορο κλειδωμένος,
δόξα τω θεό, είμαι πετυχημένος

Ξάφνου η σιωπή, νεκρική γύρω σπάει,
άγριο γέλιο παιδιών αντηχάει
και ο φίλος, άθυρμα στου κόσμου το μένος,
στο παράθυρο σκύβει ενοχλημένος

"Ξύπνα, κατέβα, τρέξε προς τη ζωή
προς τη φύση του ανθρώπου που ΄χεις απαρνηθεί
δεν το βλέπεις πως κρέμεσαι από σάπιες κλωστές
μαριονετα παιχνίδι είσαι του κόσμου που θές

Ψεύτικη η χαρά σου η κάθε μέρα πλαστή
προσκυνάς ναρκωμένος μιας οθόνης το γυαλί
στάχτη στα ματια σου τα ευτελή αγαθά
Σκλάβωσες τη ζωή σου όλη για τα λεφτά

Ξυπνα, κατέβα, βγες από το κλουβί
στον ορίζοντα χαράζει μια νέα αυγή
Ξύπνα, κατεβα βγες από το κλουβή,
και οδηγός μας ο αγέρας, για μια καινούρια αρχή"


Στερνή Ανάβαση

Στην πρωινή δροσιά του δάσους, ξεπροβάλλει μια σκιά
γέρικη και κουρασμένη, σαν μια ροζιασμένη οξιά
"πες μας γιατί είσαι θλιμμένος", των ρωτουν γλυκές φωνές
απ΄των ποταμών τις νύμφες και απ' των βάρδων τις μυρτιές

"Βουτηγμένος ως απάνω απ της πόλης τα φώτα,
τωρα φευγω αλλάζω σελίδα και ρότα
και αγκαλιάζω τη φύση, σαν όμορφη κόρη,
και πλανιέμαι σε δέντρα, ποτάμια και όρη"

Μονοπάτι δύσβατο παίρνει στου βουνού το ρίζωμα
και στη κορυφή τραβάει που τον ουρανό ακουμπά
και στο διάβα του τα δέντρα με ευλάβεια χαιρετά
το 'να χέρι στους κορμούς τους, τ' άλλο χέρι στην καρδια

Σα στο ξέφωτο φτάνει στου βου νού την κορυφή
και ως τα μάτια του φτάνουν τη φύση θωρεί
η ματιά γαληνεύει, η ψυχή ηρεμεί
και ένα βήμα μπρος κάνει στο γκρεμού το στρατί

Και έτσι πέφει, με μονονάχα τον άνεμο αφέντη
Και έτσι πια με θεούς, τωρα γεύεται αψέντι...

Στα Ουράνια Κυβερνα η Σιωπή

Ψεύτες, ρηγάδες του φθόνου του μίσους, σήμαντρα κρούουν βουερά
Και ο ήχος πνίγει, όλη της πλάση, σε μια απεχθή σκοτεινιά
Άμφια μαύρα, σπέρνουν τον τρόμο, στη θέα τους βουβά προσκυνάς
Βρώμικα χέρια, χθόνιες σκέψεις, γαλήνιας δήθεν ματιάς

Και έτσι πια γονατιστοί, σε παντοτινή υποταγή
γελαστήκατε πιστοι, στα ουράνια κυβερνα η σιωπή

Η μαυρη δίνη αυτή, δεν έχει τέλος και αρχή, μονάχα μορφή ζοφερή
Βοσκός και κοπάδι, αφέντες και σκλάβοι, τη θύελλα προσμένουν μουγγοί
Με δάκρυα ντυμένοι, σωτηρίας επαίτες, παρακαλούν το κενό
μα φλόγες απάτης, τους κάνουνε στάχτη, λιώνουν στον ιερό λοιμό

Ψαχνεις λες και είσαι παιδί, σα στερέψει η ζωή θεού φωνή
μα όσο και αν προσευχηθεις, στα ουράνια κυβερνά η σιωπή.